κοπτήρας

κοπτήρας
ο [κόπτω]
1. όργανο που χρησιμοποιείται για κοπή
2. αμβλεία λεπίδα από ξύλο, κόκαλο, μέταλλο ή άλλη ύλη, που χρησιμοποιείται ως μαχαίρι για το κόψιμο φύλλων χαρτιού ή βιβλίου, χαρτοκόπτης
3. στον πληθ. οι κοπτήρες
τα μπροστινά δόντια σε κάθε ημιμόριο τών δύο γνάθων με τα οποία κόβονται οι τροφές, οι τομείς.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • -τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa …   Dictionary of Greek

  • κόπτω — (ΑM κόπτω) κόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Η αναγωγή τού κόπτω σε ΙΕ ρίζα *skep / *skop / *skap «χωρίζω με κοφτερό αντικείμενο» (στην οποία ανήκουν τα σκάπτω, σκέπαρνος, κ.ά.) δεν μπορεί να απορριφθεί, αλλά ούτε και να αποδειχθεί.Το κόπτω είναι αντίστοιχο τού… …   Dictionary of Greek

  • τομίας — ὁ, ΜΑ (για πρόσ.) ευνούχος αρχ. 1. ευνουχισμένο ζώο («κριὸς τομίας», Αντιφ.) 2. τομέας, κοπτήρας («ὅσοι τομίαι τῶν ὀδόντων», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τομή / τόμος + κατάλ. ίας*] …   Dictionary of Greek

  • σμιλάρι — το 1. σμίλη. 2. ξυλουργικό εργαλείο, κοπτήρας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”