- κοπτήρας
- ο [κόπτω]1. όργανο που χρησιμοποιείται για κοπή2. αμβλεία λεπίδα από ξύλο, κόκαλο, μέταλλο ή άλλη ύλη, που χρησιμοποιείται ως μαχαίρι για το κόψιμο φύλλων χαρτιού ή βιβλίου, χαρτοκόπτης3. στον πληθ. οι κοπτήρεςτα μπροστινά δόντια σε κάθε ημιμόριο τών δύο γνάθων με τα οποία κόβονται οι τροφές, οι τομείς.
Dictionary of Greek. 2013.